- σφραγισάμενος
- скрепивший печатьюзапечатлевший
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
σφραγισάμενος — σφρᾱγισάμενος , σφραγίζω close aor part mid masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πιττάκιον — το, ΝΜΑ, και πιτάκιον Α 1. ονομασία τής προορισμένης για γραφή πινακίδας, πινάκιο, δελτάριο 2. (στο Βυζάντιο) πινάκια κατάλληλα για γραφή τα οποία υπήρχαν στις υπηρεσίες τού παλατιού τής Κωνσταντινούπολης, στα οποία οι πολίτες τής πρωτεύουσας ή… … Dictionary of Greek